ανατοκίζω

ανατοκίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος, τοκίζω μαζί με το κεφάλαιο και τον τόκο: Στις τράπεζες τα χρήματα των καταθετών ανατοκίζονται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανατοκίζω — ανατοκίζω, ανατόκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατοκίζω — ξανατοκίζω, κεφαλοποιώ τους τόκους, συνυπολογίζω στο κεφάλαιο και τους τόκους για να πάρω τόκο επί του συνόλου …   Dictionary of Greek

  • ανακεφαλαιώνω — (Α και ἀνακεφαλαιοῡμαι, όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη νεοελλ. ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεφαλαιοῦμαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”